- θαρσῆσαι
- θαρσέωto be of good courageaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θαρσήσαι — θαρσήσαῑ , θαρσέω to be of good courage aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνιερεύς — έως, ό, θηλ. συνιέρεια, ΜΑ [ἱερεύς] ο συνάδελφος ιερέα, ιερέας όπως και άλλος (α. «θαρσῆσαι τὴν τοῡ συνιερέως ἀνάρρησιν», Συνεσ. β. «καὶ τοῑς συνιερεῡσιν ἀεί καὶ περὶ τῶν μικρῶν διαφερομένου», Πλούτ.) … Dictionary of Greek